τίτλος είναι η φράση πέντε ας πούμε λέξεις πριν το τέλος και μετά το και

ε στην ουσία περπατάμε περπατάμε τώρα, επιστρέφουμε στο σπίτι μας, όλα τα μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στο σπίτι μας, μπαίνω με το δεξί, με υποδέχεται αριστερό βατραχοπέδιλο μού λέει είναι καλοκαίρι ρε καλοκαίρι καλοκαιράκι πάρε με και πάμε θάλασσα πάμε πάμε να τρυπώσει βότσαλο μέσα μου πάμε αμμουδιά, λέω δεν σε χρησιμοποιώ απ΄τα δώδεκα από που έσκασες τώρα; απαντάει ότι είχε έρθει με μια τσάντα που έφερα απ΄το χωριό, μπήκε μέσα χωρίς να το πάρω πρέφα και κρύφτηκε κάτω από κάτι τετράδια με σημειώσεις που δεν άνοιξα καθόλου όλο το χειμώνα αλλά τα διάβασε και έβγαλε συμπέρασμα ότι έχω θέματα και καλύτερα να ξεφουσκώσω, δεν αργώ να σατανιστώ οπότε το πιάνω, γεμίζω την μπανιέρα, το ρίχνω μέσα και του φωνάζω πάρε θάλασσα τώρα παλιοαρχίδι, νιώθω κουρασμένος ξαφνικά, ακουμπάω σε τοίχο και κοιμάμαι όρθιος μέχρι την άλλη μέρα, σηκώνομαι σηκώνομαι κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, περπατάω περπατώ χαιρετάω χαιρετώ τον περιπτερά, τον τύπο στην κάβα, τον τύπο με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, κοιτάζω με μάτι περιστέρι το τζάμι σταθμευμένου ΙΧ για να δω αν πάχυνα - δεν έχω, συνεχίζω περνάω δύο φανάρια, κοιτάζω αριστερά ρόμποκοπ με φρέντο καπουτσίνο στη σέλα της μηχανής, φτάνω στο σταθμό όπως πάντα την ώρα που αποβιβάζεται ο κόσμος, πριν κλείσουν οι πόρτες προλαβαίνω και μπαίνω με καλό άλμα-γκριμάτσα-τσίκι τσίκι-ουφ και χαμόγελο, κυρία που αν φορούσα δυο νούμερα παπούτσι μεγαλύτερο θα την πατούσα κουνάει το κεφάλι, κατεβάζω το κεφάλι, σηκώνω το κεφάλι, κοιτάζω αριστερά κάπου στο βάθος όου είσαι είσαι είσαι είμαστε στο ίδιο βαγόνι ω έρχεσαι να βρεις θέση θέση αναπνοής κοντά, φτάνεις σχεδόν απέναντι, μας χωρίζει πολύ ψηλός και λίγο χαριτωμένος τζων με σαγιονάρες, λέω να μην προτιμήσω σήμερα βόλτα στον χάρτη διαδρομών οπότε έξυπνα κινούμαι και στέκομαι ώμο ώμο ώμο ώμο χωρίς να ακουμπάει ο ώμος α τώρα ακουμπάει γιατί κάπως κουνάει, επόμενη στάση γινόμαστε κονσέρβα, τρώω κατά λάθος σχεδόν όλο τον αντίχειρα κυρίου ο οποίος στο άλλο χέρι κρατάει καθημερινή, μου λέει συγνώμη, απαντάω λιγότερο μπουκωμένος δεν πειράζει δεν πειράζει, το βλέπεις, κάπως χαμογελάς, είναι αστείο είναι αστείο, με κοιτάς και είναι σα να λες είσαι αστείος, για τις επόμενες δυο στάσεις ακούμε όλη την συνομιλία νεαρής δικηγόρου με συμβολαιογράφο στο τηλέφωνο, ωπ η στάση μου όχι η δική σου, επιλέγω να βγω απ΄την πόρτα που δεν θα συναντήσω ελεγκτές, πάω να χαιρετήσω πριν προλάβω με καρφώνεις με iphone στην πλάτη, η επιδερμίδα ρουφάει και επιχειρεί να απορροφήσει κάποιες συνομιλίες με πρώην σου, το σώμα μου προσπαθεί να τις αποβάλει, δεν τα καταφέρνει, φθάνουν κυλάνε ως τους γλουτούς, φωνάζω τιιι κάαανεις; οι άνθρωποι γύρω εξαφανίζονται μαζί και οι σχέσεις τους, αυτόματα μεταφερόμαστε σε περιβάλλον candy crash, μου λες διάβασε διάβασε, διαβάζω μήνυμά μου, είναι πρωί, είναι μια μέρα, μια εποχή και καμία καμία νέα αρχή στο μαζί και στο μόνος

(όι)